ατημέλητος

ατημέλητος
-η, -ο (AM ἀτημέλητος, -ον) [τημελώ]
μσν.- νεοελλ.
αυτός που παραμελεί την εμφάνιση του, απεριποίητος
αρχ.
1. αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει κανείς
2. εκείνος που δεν ελπίζει πια τίποτε, αποτυχημένος
3. νωθρός, αδιάφορος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀτημέλητος — unheeded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατημέλητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε φροντίζει την εμφάνισή του, ασυγύριστος: Την περίμενε λίγο να συγυριστεί, γιατί τη βρήκε ατημέλητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτημελήτως — ἀτημέλητος unheeded adverbial ἀτημέλητος unheeded masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτημέλητον — ἀτημέλητος unheeded masc/fem acc sg ἀτημέλητος unheeded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτημελήτοις — ἀτημέλητος unheeded masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτημελήτου — ἀτημέλητος unheeded masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτημελήτους — ἀτημέλητος unheeded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτημέλητα — ἀτημέλητος unheeded neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτημέλητοι — ἀτημέλητος unheeded masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεγκλιζέ — (άκλ. επίθ.) ατημέλητος, απεριποίητος, ασυγύριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. neglige, «παραμελημένος, ατημέλητος», μτχ. τού ρ. negliger] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”