ἀτημέλητος — unheeded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατημέλητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε φροντίζει την εμφάνισή του, ασυγύριστος: Την περίμενε λίγο να συγυριστεί, γιατί τη βρήκε ατημέλητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀτημελήτως — ἀτημέλητος unheeded adverbial ἀτημέλητος unheeded masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτημέλητον — ἀτημέλητος unheeded masc/fem acc sg ἀτημέλητος unheeded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτημελήτοις — ἀτημέλητος unheeded masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτημελήτου — ἀτημέλητος unheeded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτημελήτους — ἀτημέλητος unheeded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτημέλητα — ἀτημέλητος unheeded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτημέλητοι — ἀτημέλητος unheeded masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεγκλιζέ — (άκλ. επίθ.) ατημέλητος, απεριποίητος, ασυγύριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. neglige, «παραμελημένος, ατημέλητος», μτχ. τού ρ. negliger] … Dictionary of Greek